- υποξενιζω
- ὑποξενίζωὑπο-ξενίζωподражать иностранным манерам, тж. говорить по-иноземному
παρασάγγας ὑ. Luc. — пользоваться иностранным словом «парасанги»
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρασάγγας ὑ. Luc. — пользоваться иностранным словом «парасанги»
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποξενίζω — Α 1. μιλώ με κάπως αλλόκοτο τρόπο, μεταχειρίζομαι ξενικές λέξεις ή φράσεις στον λόγο μου 2. (αμτβ.) είμαι κάπως παράξενος («κἂν ὑποξενίζειν δοκῇ ὁ λόγος», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξενίζω «μιλώ με ξενική προφορά»] … Dictionary of Greek
ὑποξενίζειν — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξενίζοντας — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξενίζοντος — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)